- δυνάστωρ
- δῠνάστ-ωρ, ορος, ὁ,A = δυνάστης, E.IA280 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυνάστωρ — ( ορος), ο (Α) δυνάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ποιητικός τ. του δυνάστης] … Dictionary of Greek
δυνάστορες — δυνάστωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)